πρωτόγαμος

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόγᾰμος Medium diacritics: πρωτόγαμος Low diacritics: πρωτόγαμος Capitals: ΠΡΩΤΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: prōtógamos Transliteration B: prōtogamos Transliteration C: protogamos Beta Code: prwto/gamos

English (LSJ)

ον,

   A just married, Orph. L.256.

German (Pape)

[Seite 804] erst eben od. kürzlich verheirathet, Orph. Lith. 5, 12.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόγᾰμος: -ον, ὁ κατὰ πρῶτον εἰς γάμον ἐρχόμενος, Ὀρφ. Λιθ. 553.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρωτόγαμος, -ον, ΝΑ
αυτός που μόλις πριν από λίγο παντρεύτηκε, ο νεόνυμφος
νεοελλ.
αυτός που παντρεύεται για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. κακό-γαμος, πικρό-γαμος].