πρωτομάρτυρας
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
Greek Monolingual
ο, η, πρωτομάρτυς, -υρος, ΝΜΑ, και πρωτομάρτυρ, -ος, Μ
(κυρίως ως προσωνυμία του αγίου Στεφάνου και της αγίας Θέκλης) ο πρώτος που υπέστη μαρτυρικό θάνατο για την πίστη του στον Χριστό
νεοελλ.
1. (ως τιμητική προσφώνηση) αυτός που συμπεριλαμβάνεται μεταξύ τών σπουδαιότερων μαρτύρων της πίστης
2. στον πληθ. οι πρωτομάρτυρες
οι πρώτοι μάρτυρες εθνικού ή ιδεολογικού αγώνα («οι πρωτομάρτυρες της λευτεριάς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + μάρτυς, -υρος (πρβλ. μεγαλο-μάρτυρας)].