πυκνοκατοικούμαι
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek Monolingual
-έομαι, Ν
1. (για περιοχή) έχω πολύ πληθυσμό αναλογικά με την έκταση μου
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πυκνοκατοικημένος, -η, -ο
αυτός που έχει πυκνό πληθυσμό, πυκνοκατοίκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνά + κατοικούμαι].