πτωχεῖον
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
German (Pape)
[Seite 812] τό, Bettelherberge, E. M u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πτωχεῖον: τό, πτωχοκομεῖον, πτωχοτροφεῖον, Ἐτυμολ. Μέγ. 187. 22, Βυζ.
Greek Monolingual
τὸ, Μ
πτωχοκομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κατάλ. -εῖον (πρβλ. μαντ-είον)].