πυρισμάραγος
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
[ᾰρ], ον,
A roaring with fire, Theoc.Syrinx 8 (v.l. -σφάραγος).
German (Pape)
[Seite 823] im oder vom Feuer tosend, krachend, Theocr. syrinx (XV, 21), Πόθος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pétille ou craque au feu.
Étymologie: πῦρ, σμαραγέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ηχεί, που παράγει θόρυβο από τη φωτιά που τον καίει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κάνω θόρυβο»), πρβλ. αλι-σμάραγος, μεγαλο-σμάραγος).