πυρισπόρος
From LSJ
English (LSJ)
ον,= foreg., PMag.Par.1.596. II proparox. πυρίσπορος, ον, gendered in fire, Orph.H.45.1, Opp.C.4.304.
German (Pape)
[Seite 823] Feuer säend,? – πυρίσπορος, im Feuer gesäet, geboren, Opp. Cyn. 4, 304 Orph. Hymn. 44, 1. 51, 2.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
πυρίσπαρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. φυτοσπόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργητική σημασία].