Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ράφι

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst

Menander, Monostichoi, 359

Greek Monolingual

το, Ν
1. σανίδα στερεωμένη οριζόντια σε τοίχο, ντουλάπι, βιβλιοθήκη ή άλλο σκεύος για την τοποθέτηση τροφίμων, εμπορευμάτων, βιβλίων κ.λπ. επάνω της
2. φρ. «έμεινε στο ράφι» — έμεινε ανύπαντρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. raf].