ῥαψῳδικός

From LSJ
Revision as of 12:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαψῳδικός Medium diacritics: ῥαψῳδικός Low diacritics: ραψωδικός Capitals: ΡΑΨΩΔΙΚΟΣ
Transliteration A: rhapsōidikós Transliteration B: rhapsōdikos Transliteration C: rapsodikos Beta Code: r(ayw|diko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a rhapsodist: ἡ -κή (with and without τέχνη) the rhapsodist's art, Pl.Ion 538b, 540a, al. Adv. -κῶς Eust. 3.55.

German (Pape)

[Seite 836] ή, όν, zum Rhapsoden gehörig, ihm eigen, τέχνη, Plat. Ion 538 b 540 a, die Rhapsodenkunst.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαψῳδικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ῥαψῳδόν, ἡ ῥαψῳδική (μετὰ τῆς λέξ. τέχνηἄνευ αὐτῆς), ἡ τέχνη τοῦ ῥαψῳδοῦ, Πλάτ. Ἴων 538Β, 540Α, κ. ἀλλ. Ἐπίρρ. -κῶς. Εὐστ. 3. 55.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les rhapsodes, de rhapsode.
Étymologie: ῥαψῳδός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ῥαψῳδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ῥαψῳδός·1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ραψωδό ή στη ραψωδία
2. το θηλ. ως ουσ. η ραψωδική
η τέχνη του ραψωδού.
επίρρ...
ῥαψῳδικῶς ΜΑ
με ύφος ραψωδού.