ῥαψῳδός

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαψῳδός Medium diacritics: ῥαψῳδός Low diacritics: ραψωδός Capitals: ΡΑΨΩΔΟΣ
Transliteration A: rhapsōidós Transliteration B: rhapsōdos Transliteration C: rapsodos Beta Code: r(ayw|do/s

English (LSJ)

ὁ, rhapsode, rhapsodist, reciter of epic poems, sometimes applied to the bard who recited his own poem, as to Hesiod, Nicocl. ap. Sch.Pi.N.2.2 (v. infr.); but usu., professional reciters, especially of the poems of Homer, Hdt.5.67, Pl.Ion 530c, etc.: also ῥαψῳδός κύων, ironically, of the Sphinx who chanted her riddle, S.OT391. (Prob. from ῥάπτω, ἀοιδή; Hes.Fr. 265 speaks of himself and Homer as ἐν νεαροῖς ὕμνοις ῥάψαντες ἀοιδήν, and Pi.N.2.2 calls Epic poets ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί: not from ῥάβδος (cf. ῥάβδος 1.6) as if ῥαβδῳδός (Eust.6.24, ῥαβδῳδία ib.16).)

German (Pape)

[Seite 836] ὁ, eigtl. der Zusammennäher, -füger von Gesängen od. Liedern; vorzugsweise begriff man unter der Benennung der Rhapsoden, im Gegensatz zu den eigentlichen, die alten Sagen selbstständig behandelnden Dichtern, diejenigen, welche die einzelnen homerischen Gesänge, die des Hesiod. u. übh. der ältesten Epiker ihrem Inhalte nach zu einem größern Ganzen verbanden, u., von Ort zu Ort ziehend, gesangartig vortrugen; Her. 5, 67; Pind. N. 2, 2 heißen sie ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί; Hes. frg. 34 braucht von sich u. Homer den Ausdruck ῥάψαντες ἀοιδήν. Sie bildeten übrigens eine eigene zahlreiche und geachtete Zunft, die erst nach der schriftlichen Aufzeichnung und allgemeinern Verbreitung der homerischen Gesänge in der Achtung sank und bei Plat. Ion 530 c u. öfter keine bedeutende Rolle mehr spielt, er nennt sie ὑπηρέται ποιητῶν, Rep. II, 373 b; καὶ κιθαρῳδοί, Legg. VI, 764 d; Xen. Mem. 4, 2, 10 Conv. 3, 6 u. Sp. Sie hielten bei ihren Vorträgen einen Stab in der Hand, s. expl. Pind. I. 3, 56; so haben Neuere das Wort von ῥάβδος ableiten und Stabsänger erklären, auch wohl ῥαβδῳδός ändern wollen, vgl. Wolf Proleg. p. XCVI u. Heyne Il. T. VIII p. 793. – Soph. nennt uneigentlich die Sphinx ῥαψῳδὸς κύων, O. R. 391, die Räthsel gesangartig vortrug. – Bei D. Sic. 14, 109 heißen diejenigen, welche zu Olympia die Gedichte des Dionysius deklamirten, ῥαψῳδοὶ καὶ ὑποκριταί.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
rhapsode, litt. « celui qui coud ou ajuste des chants », chanteur qui allait de ville en ville récitant des poèmes, surt. des poèmes épiques, particul. ceux d'Homère ; p. anal. ἡ ῥαψῳδὸς κύων SOPH « la chienne rhapsode », càd le sphinx qui proposait des énigmes en vers.
Étymologie: ῥάπτω, ᾠδή.

Russian (Dvoretsky)

ῥαψῳδός: ὁ рапсод:
1 слагатель эпических поэм Hom.;
2 странствующий песнопевец, сказитель Her., Plat.: ἡ ῥ. κύων Soph. = Σφίγξ.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαψῳδός: ὁ, (ῥάπτω, ᾠδὴ) κυρίως ὁ ῥάπτων, συρράπτων ἢ συνείρων, συναρμολογῶν ᾠδάς· μάλιστα δὲ ὁ ἀπαγγέλλων Ἐπικὰ ποιήματα· ἐνίοτε λέγεται ἐπὶ τοῦ ποιητοῦ ἀπαγγέλλοντος τὰ ἴδια ἑαυτοῦ ποιήματα, οἷον ἐπὶ τοῦ Ὁμήρου, Πλάτ. Πολ. 600D· οὕτως ἐπὶ τοῦ Ἡσιόδου, Νικοκλ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Πινδ. Π. 2. 2 (ἴδε κατωτ.)· ἀλλὰ ῥαψῳδοὶ συνήθως ἐλέγοντο ἄνθρωποι ἢ τάξις ἀνθρώπων ἀποτελούντων σχολήν, οἵτινες ἐπορίχοντο τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀπαγγέλλοντες τὰ Ὁμηρικὰ ποιήματα, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 5. 67· πρβλ. τὸν Ἴωνα τοῦ Πλάτωνος ἐν ᾧ μετά τινος σπουδαιότητος ἐξετάζεται τὸ ἔργον τῶν ῥαψῳδῶν. - Ἐντεῦθεν τὰ Ὁμηρικὰ ποιήματα διῃρέθησαν εἰς μέρη ἅτινα ἐκλήθησαν ῥαψῳδίαι (ἴδε ῥαψῳδία ΙΙ), ἀλλὰ δὲν φαίνεται ὅτι ἡ λέξις ῥάπτειν σημαίνει ἐκεῖ πλέον τι ἢ τὴν ἥσυχον καὶ συνεχῆν ῥοήν, οὕτως εἰπεῖν, καὶ τὸν συνειρμένον καὶ ὁμοιόμορφον τρόπον, μὲ τὸν ὁποῖον τὰ ἀρχαῖα Ἐπικὰ ποιήματα ἀπηγγέλλοντο· ὅθεν καὶ οἱ ῥαψῳδοὶ ἐκαλοῦντο ὡσαύτως στιχῳδοί, ὥστε οὐδόλως δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ ἐκ τῆς λέξεως ὅτι τὰ ποιήματα ταῦτα συνερράφησαν, οὕτως εἰπεῖν, ἐκ μικροτέρων τεμαχίων, ἐπειδὴ τὸ ῥαψῳδὸς ἠδύνατο νὰ ῥηθῇ καὶ ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ ποιητοῦ· ὡσαύτως ὁ Ἡσίοδ., ἐν Ἀποσπ. 34, περὶ ἑαυτοῦ καὶ τοῦ Ὁμήρου λέγει, ῥάψαντες ἀοιδήν· ὁ δὲ Πίνδ., Ν. 2. 2, καλεῖ τοὺς Ἐπικοὺς ποιητὰς ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδούς· προσέτι δὲ ὁ ὅρος οὗτος ἐλέγετο καὶ ἐπὶ ἄλλων ποιημάτων παρὰ τὰ Ἐπικά, Χαμαιλέων παρ’ Ἀθην. 620C· ἴδε Müller Ἑλλην. Φιλολογ. 1, σελ. 33 κἑξ., καὶ πλείονα ἐν Οὐολφ. Προλεγ. σελ. xcvi κἑξ., Heyne εἰς Ἰλ. Α. 8, σ. 793, Nitzsch Quaest. Hom. iv. σ. 13. - Οἱ ῥαψῳδοί, ἀπαγγέλλοντες εἶχον ἐν τῇ χειρὶ ῥάβδίον (πρβλ. ῥάβδος Ι. 5), ὁπόθεν τινές ἠθέλησαν νὰ ἐτυμολογήσω τὴν λέξιν οἱονεὶ ῥαβδῳδός. ΙΙ. Ὁ Σοφ. ἐν Ο. Τ. 391, καλεῖ τὴν Σφίγγα ῥαψῳδὸν κύνα, ἐπειδὴ προέτεινε τὸ αἴνιγμα αὐτῆς πρὸς πάντα ὃν συνήντα, ὡς ῥαψῳδοὶ τὰ ἔπη αὐτῶν, πρβλ. Welcker Cycl. σ. 363.

Greek Monolingual

ο / ῥαψῳδός ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. ῥαψαFυδός, Α
αυτός που απαγγέλλει επικά ποιήματα ενώπιον κοινού και, κυρίως, του Ομήρου ή του Ησιόδου (α. «ῥαψῳδοί
οἱ τὰ Ὁμήρου ἔπη ἐν τοῖς θεάτροις ἀπαγγέλλοντες...», Σχόλ. Πλάτ.
β. «οὐ γὰρ ἄν γένοιτο ποτε ῥαψῳδός, εἰ μὴ συνείη τὰ λεγόμενα ὐπὸ τοῦ ποιητοῦ», Πλάτ.)
νεοελλ.
μουσ. ο συνθέτης ραψωδιών
αρχ.
1. αυτός που συρράπτει, που συνθέτει σε σύνολο από το επικό υλικό και απαγγέλλει
2. αυτός που απαγγέλλει, τραγουδά ή ερμηνεύει λυρικά άσματα («ὡς δ' ἐπέβαλον oἱ ῥαψωδοὶ προφέρεσθαι τοῦ Διονυσίου τὰ ποιήματα», Διόδ. Σικ.)
3. φρ. «ῥαψῳδὸς κύων» — η Σφίγγα τών Θηβών που απήγγελλε τα αινίγματά της σε εξάμετρους στίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. σχηματισμένη από τη φράση ῥάψαι ἀοιδήν (< ῥάπτω + ἀοιδή / ᾠδή), η οποία χρησιμοποιήθηκε για αυτούς που απλώς απήγγελλαν ή και συνέθεταν, συνέραπταν ποιήματα επικά, τα οποία παρουσίαζαν με ενιαία μορφή, δηλαδή χωρίς διαίρεση σε στροφές που ήταν χαρακτηριστικό της λυρικής ποίησης, πρβλ. και τις φράσεις: ῥάψαντες ἀοιδήν (για τον Όμ. και τον Ησίοδο) και Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί. Έχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι ο όρος ῥαψῳδός αναφέρεται στους μικρότερης αξίας ποιητές τών μεταγενέστερων χρόνων όταν πια είχε περάσει η εποχή της μεγάλης ακμής της επικής ποίησης].

Greek Monotonic

ῥαψῳδός: ὁ (ῥάπτω, ᾠδή
I. κυρίως αυτός που συνενώνει ή συνθέτει ωδές· κυρίως, αυτός που απαγγέλλει επικά ποιήματα, ο ραψωδός, σε Όμηρ., Πλάτ.· αλλά, ῥαψῳδοί συνήθως σήμαινε τάξη ανθρώπων που έβγαζαν τα προς το ζην μέσω της απαγγελίας των ποιημάτων του Ομήρου, σε Ηρόδ., Πλάτ.· βλ. ῥαψῳδία II.
II. ο Σοφ. αποκαλεί τη Σφίγγα ῥαψῳδὸν κύνα, διότι πρότεινε το αίνιγμά της δημοσίως, σε όποιον συναντούσε, όπως έκαναν κι οι ραψωδοί με τα έπη τους.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: rhapsodist, performer of epic (homeric) poems (Hdt., S., Pl.).
Derivatives: ῥαψῳδ-ικός belonging to the rhapsodist, -έω to recite epic poems, -ία f. reciting epic poems, epic poems (Att. etc.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Verbal governing compound of ῥάψαι ᾠδήν (ἀοιδήν), so prop. who sews a poem together referring to the uninterrupted sequence of ep. verses as opposed to strophic compositions of lyric; cf. Hes. Fr. 265 ῥάψαντες ἀοιδήν. Pi. Ν. 2, 2 Όμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων ... ἀοιδοί. Patzer Hermes 80, 314ff. (referring to earlier discussion); cf. also Sealey REGr. 70, 312ff.

Middle Liddell

ῥαψ-ῳδός, οῦ, ὁ, ῥάπτω, ᾠδή]
I. properly one who stitches or strings songs together; esp. a person who recited epic poems, a rhapsodist, applied to Homer, Plat.; but ῥαψῳδοί commonly meant a class of persons who got their living by reciting the poems of Homer, Hdt., Plat.; v. ῥαψῳδία II.
II. Soph. calls the Sphinx ῥαψῳδὸς κύων, because she proposed her riddle publicly, as the rhapsodists did their lays.

Frisk Etymology German

ῥαψῳδός: {rhapsōidós}
Grammar: m.
Meaning: ‘Rhapsode, Vortragender epischer (homerischer) Gedichte’ (Hdt., S., Pl. u.a.)
Derivative: mit ῥαψῳδικός zum Rhapsoden gehörig, -έω epische Gedichte vortragen, -ία f. ‘das Vortragen epischer Gedichte, ep. Gedicht’ (att. usw.).
Etymology : Verbales Rektionskompositum von ῥάψαι ᾠδήν (ἀοιδήν), somit eig. der ein Gedicht zusammennäht mit Beziehung auf die ununterbrochene Folge der ep. Verse im Gegensatz zur strophischen Komposition der Lyrik; vgl. Hes. Fr. 265 ῥάψαντες ἀοιδήν. Pi. Ν. 2, 2 ‘Ομηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων ... ἀοιδοί. Patzer Hermes 80, 314ff. (mit Referat der früheren Diskussion); vgl. noch die Ausführungen von Sealey REGr. 70, 312ff.
Page 2,646

English (Woodhouse)

speaking in riddles

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Wikipedia EN

A rhapsode (Greek: ῥαψῳδός, "rhapsōidos") or, in modern usage, rhapsodist, refers to a classical Greek professional performer of epic poetry in the fifth and fourth centuries BC (and perhaps earlier). Rhapsodes notably performed the epics of Homer (Iliad and Odyssey) but also the wisdom and catalogue poetry of Hesiod and the satires of Archilochus and others. Plato's dialogue Ion, in which Socrates confronts a star player rhapsode, remains the most coherent source of information on these artists. Often, rhapsodes are depicted in Greek art, wearing their signature cloak and carrying a staff. This equipment is also characteristic of travellers in general, implying that rhapsodes were itinerant performers, moving from town to town. Rhapsodes originated in Ionia, which has been sometimes regarded as Homer's birthplace, and were also known as Homeridai, disciples of Homer, or "singers of stitched lays."

The term rhapsode is derived from rhapsōidein (ῥαψῳδεῖν), meaning "to sew songs [together]". This word illustrates how the oral epic poet, or rhapsode, would build a repertoire of diverse myths, tales and jokes to include in the content of the epic poem. Thus it was possible, through experience and improvisatory skills, for him to shift the content of the epos according to the preferred taste of a specific location's audience. However, the outer framework of the epic would remain virtually the same in every "singing", thus securing the projection of underlying themes such as of morality or honour. The performance of epic poetry was called in classical Greek rhapsōidia (ῥαψῳδία), and its performer rhapsōidos. The word does not occur in the early epics, which use the word aoidos (ἀοιδός "singer") for performers in all genres, including this one. It is unknown whether Hesiod and the poet(s) of the Iliad and Odyssey would have recognised and accepted the name of rhapsode; it has been argued by Walter Burkert, and is accepted by some recent scholars, that rhapsōidos was by definition a performer of a fixed, written text.

The word rhapsōidos was in use as early as Pindar (522–443 BC), who implies two different explanations of it, "singer of stitched verse", and "singer with the staff". Of these the first is etymologically correct; the second was suggested by the fact, for which there is early evidence, that the singer was accustomed to hold a staff (ῥάβδος rhabdos) in his hand, perhaps, like the sceptre in the Homeric assembly, as a symbol of the right to a hearing or to "emphasize the rhythm or to give grandeur to their gestures". The etymological meaning is interesting because it is an exact metaphor for what oral narrative poets do: they stitch together formulas, lines and type-scenes in the course of performance. There are indications in Pindar and other authors that oral epic was still a living and popular tradition in the early fifth century BC; all the later evidence, however, is that rhapsodes worked from written texts, and in some cases were compelled by law to do so.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ράπτω + ᾠδή τοῦ ᾄδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα ράπτω.

Translations

ca: rapsode; da: rapsode; de: Rhapsode; el: ραψωδός; en: rhapsode; eo: rapsodo; es: rapsoda; et: rapsood; eu: rapsoda; fi: rapsodi; fr: rhapsode; hu: rapszódosz; hy: ռապսոդներ; id: rapsoidos; io: rapsodio; it: rapsodo; ja: ラプソドス; ky: рапсод; la: rhapsodus; lt: rapsodas; nl: rapsode; nn: rapsode; no: rapsode; pl: rapsodowie; pt: rapsodo; ru: рапсод; sh: rapsodi; sl: rapsod; sq: rapsodi; sv: rapsod; uk: рапсод