ῥεμβός

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥεμβός Medium diacritics: ῥεμβός Low diacritics: ρεμβός Capitals: ΡΕΜΒΟΣ
Transliteration A: rhembós Transliteration B: rhembos Transliteration C: remvos Beta Code: r(embo/s

English (LSJ)

όν,

   A roaming, roving, of a slave, prob. in BGU887.5, 16 (ii A.D.); of a lecturer on tour, Aristid.Or.33(51).28; ῥ. τῇ διανοίᾳ Antyll. ap. Orib.9.14.7; ψυχή M.Ant.2.17(v.l.).

German (Pape)

[Seite 837] sich herumdrehend, herumstreichend, Sp., wie M. Ant. 2, 17, ψυχή.

Greek (Liddell-Scott)

ῥεμβός: -όν, (ρέμβω) ὁ περιπλανώμενος, ψυχὴ Μ. Ἀντωνῖν. 2. 17, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
η ρέμβη, η άσκοπη περιπλάνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ῥέμβομαι].

Greek Monolingual

-όν, θηλ. και ῥεμβάς, -άδος, Α
αυτός που τριγυρίζει εδώ κι εκεί, που περιπλανιέται άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. ῥέμβομαι. Ο τ. ῥεμβάς με την κατάλ. τών θηλ. -άς, -άδος. Παρλλ. προς το ῥεμδός απαντά και το επίθ. ῥεμβώδης, επεκταμένο με κατάλ. -ώδης(βλ. και λ. ῥεμβώδης)].