ρημάζω
From LSJ
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
Greek Monolingual
Ν
1. (μτβ.) καταστρέφω, ερειπώνω, ερημώνω («ο πόλεμος ρήμαξε τη χώρα»)
2. ταλαιπωρώ, εξαντλώ («μάς ρήμαξε στη δουλειά»)
3. (αμτβ.) φθείρομαι, καταστρέφομαι («ρήμαξε από τα γηρατειά»)
4. φρ. «τον ρήμαξε στο ξύλο» — τον έδειρε ανελέητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐρημ-άζω (< ἔρημος) με σίγηση του αρκτικού άτονου ε-].