ρινηλατώ

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

ῥινηλατῶ, -έω, ΝΑ ῥινηλάτης
ανιχνεύω με τη μύτη, ιχνηλατώ με την όσφρηση («τοὺς κύνας ἀφέντες ῥινηλατεῑν», Λόγγ.)
αρχ.
μτφ. προσπαθώ να μυριστώ, προσπαθώ να διακρίνω, να εξιχνιάσω κάτιἴχνος κακῶν ῥινηλατούσῃ τῶν πάλαι πεπραγμένων», Αισχύλ.).