ρινόκερος
From LSJ
Greek Monolingual
ο / ῥινόκερως, -έρωτος, ΝΜΑ
γενική ονομασία μεγαλόσωμων παχύδερμων φυτοφάγων θηλαστικών, με μονό ή διπλό κέρατο στην άκρη του ρύγχους τους, τών τροπικών περιοχών της νοτιοανατολικής Ασίας και της κεντρικής και νότιας Αφρικής, που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν σε 5 είδη της υπόταξης κερατόμορφα της τάξης περισσοδάκτυλα
αρχ.
1. άγριος ταύρος
2. (κατά τον Ησύχ.) «ποιὸς ὄρνις ἐν Αἰθιοπίᾳ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + -κερως (< κέρας), πρβλ. αἰγό-κερως, μονό-κερως. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. rhinoceros].