ρόγχος
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
Greek Monolingual
και ρόχος, ο, Ν ρέγχω
1. ροχαλητό, ροχάλισμα
2. ιατρ. στον πληθ. οι ρόγχοι
χαρακτηρισμός τών πρόσθετων παθολογικών ήχων που παράγονται κατά την ακρόαση τών πνευμόνων σε ασθενείς με χρόνιες ή οξείες πνευμονικές παθήσεις
3. (φρ) «επιθανάτιος ρόγχος» — θορυβώδης αναπνοή ετοιμοθάνατου, που προκαλείται από συγκέντρωση υγρών στην τραχεία.