Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
-η, -ο, Ν
ροδοστεφανωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + στέφανος (< στεφάνι), πρβλ. ανθο-στέφανος, ιο-στέφανος.