ροδοχαράζω

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

Ν
ανατέλλω, εμφανίζομαι ρόδινος («κοίτα την άνοιξη... / όμορφα που ροδοχαράζει», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + χαράζω. Ο τ. ροδοχαράζει μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].