ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
Νανατέλλω, εμφανίζομαι ρόδινος («κοίτα την άνοιξη... / όμορφα που ροδοχαράζει», Παλαμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + χαράζω. Ο τ. ροδοχαράζει μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].