ῥύπον

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥύπον Medium diacritics: ῥύπον Low diacritics: ρύπον Capitals: ΡΥΠΟΝ
Transliteration A: rhýpon Transliteration B: rhypon Transliteration C: rypon Beta Code: r(u/pon

English (LSJ)

[ῠ], τό,

   A = ὀρός, whey, Phot.

German (Pape)

[Seite 852] τό, hat man = ῥύπος angenommen wegen des plur. ῥύπα, ohne Grund, f. Lob. Phryn. 150.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύπον: [ῡ], τό, = ὀρός, «ὀρός: τὸ λεγόμενον ὑφ’ ἡμῶν ῥυπὸν (γραφ. ῥύπον)· ἔστι δὲ ὑποστάθμη γάλακτος» Φώτ. ἐν λ. ὀρός: ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 150.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
crasse, saleté ; fig. souillure.
Étymologie: ῥύπος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το υδαρές υπόλλειμμα του γάλακτος μετά την αφαίρεση της τυρίνης και του βουτύρου, το τυρόγαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος (τὸ) «κρούστα τυριού» κατά τα ουδ. σε -ον].