ρύσιον
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ῥύτιον, τὸ, Α ῥυτός (ΙΙ)]
1. αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το λάφυρο, η λεία («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην τοῡ ῥυσίου θ'ἥμαρτε», Αισχύλ.)
β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως εγγύηση, το ενέχυρο («ῥύσιον θεὶς τὸν παῑδα», Ιώσ.)
γ) αυτό που λαμβάνεται ως αποζημίωση («φόνου φόνον ῥύσιον τείσω», Σοφ.)
2. στον πληθ. τὰ ῥύσια
α) απαίτηση αποζημίωσης για πρόσωπα ή πράγματα που αρπάχθηκαν ή καταλήφθηκαν με τη βία
β) αντίποινα («ῥύσια κατήγγειλαν τοῑς Ῥοδίοις», Πολ.).