ρύσιον

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ῥύτιον, τὸ, Α ῥυτός (ΙΙ)]
1. αυτό που αρπάζεται και σύρεται με τη βία και, ειδικότερα: α) το λάφυρο, η λεία («ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην τοῡ ῥυσίου θ'ἥμαρτε», Αισχύλ.)
β) αυτό που λαμβάνεται ή κρατείται ως εγγύηση, το ενέχυροῥύσιον θεὶς τὸν παῑδα», Ιώσ.)
γ) αυτό που λαμβάνεται ως αποζημίωση («φόνου φόνον ῥύσιον τείσω», Σοφ.)
2. στον πληθ. τὰ ῥύσια
α) απαίτηση αποζημίωσης για πρόσωπα ή πράγματα που αρπάχθηκαν ή καταλήφθηκαν με τη βία
β) αντίποιναῥύσια κατήγγειλαν τοῑς Ῥοδίοις», Πολ.).