ῥυτίς

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠτίς Medium diacritics: ῥυτίς Low diacritics: ρυτίς Capitals: ΡΥΤΙΣ
Transliteration A: rhytís Transliteration B: rhytis Transliteration C: rytis Beta Code: r(uti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Aeol. βρῠτίς (q.v.),

   A pucker, wrinkle, Ar.Pl.1051, Pl. Smp.190e, 191a.

German (Pape)

[Seite 854] ίδος, ἡ, die Runzel, Falte, die einen Körper zusammenzieht; ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔκκαιρος μήλων, Ep. ad. 60 (XI, 417); u. in Prosa, Plat. Conv. 190 e, λεαίνειν ῥυτίδας 191 a, u. Sp., wie Plut. – [Υ ist erst von Greg. Naz. lang gebraucht, s. Jac. A. P. p. 726.]

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠτίς: -ίδος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, κυρίως τοῦ προσώπου, κοινῶς «ζαρωματιά» ἢ «ζαρωμάδα», Λατ. ruga, ὦ Ποντοπόσειδον καὶ θεοί πρεσβυτικοί, ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει Ἀριστοφ. Πλ. 1051· τὰς ἄλλας ῥυτίδας τὰς πολλὰς ἐξελείαινε Πλάτ. Συμπ. 190Ε· τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας αὐτόθι 191Α. [Ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ *ῥύω (ἴδε ῥύομαι)· ἀλλ’ ἔχει ῠ, πλὴν παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Γρηγ. Ναζ., ἴδε Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 726].

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
pli de la peau, ride.
Étymologie: ῥύομαι.

English (Strong)

from ῥύομαι; a fold (as drawing together), i.e. a wrinkle (especially on the face): wrinkle.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
βλ. ρυτίδα.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. ῥύσις.