σαλάτα
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
Greek Monolingual
η, Ν
είδος εδέσματος, ορεκτικού ή συμπληρωματικού του κυρίως φαγητού, που παρασκευάζεται από ποικίλα προϊόντα, κυρίως από ωμά ή βρασμένα λαχανικά ή και από άλλα εδώδιμα, και στο οποίο προστίθενται διάφορα αρτυματικά, λάδι, ξίδι ή λεμόνι, καθώς και διάφορες σάλτσες (α. «πράσινη σαλάτα» β. «ρωσική σαλάτα»)
2. συνεκδ. ανακάτεμα διαφορετικών πραγμάτων
3. μτφ. περιπεπλεγμένη, ανώμαλη κατάσταση
4. φρ. α) «γίνανε σαλάτα» — τσακώθηκαν, μάλωσαν β) «τά 'κανε σαλάτα»
μτφ. μπέρδεψε τόσο πολύ την κατάσταση με την ανάμιξή του, ώστε να είναι δύσκολη η τακτοποίησή της, προκάλεσε πολλές ή και αξεπέραστες δυσκολίες ή ανωμαλίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. in-salata (< λατ. sal, salis «αλάτι»)].