σαγηνευτικός
From LSJ
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
ο ικανός να σαγηνεύει, δελεαστικός, γοητευτικός.
επίρρ...
σαγηνευτικώς και σαγηνευτικά Ν
με σαγηνευτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγηνευτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον θ. Ν. Φλογαΐτη].