σαρκείλημα

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

και σαρκόλεμμα, το, Ν
ανατ. διαφανές υμενώδες σωληνώδες έλυτρο που περιβάλλει εξωτερικά καθεμιά γραμμωτή μυϊκή ίνα, αλλ. μυόλειμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαρκείλημα < σάρξ, -κός + είλημα «κάλυμμα, σκέπασμα» (< είλω / ειλώ «στρίβω, τυλίγω», πρβλ. μυ-είλημα) και μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα. Ο τ. σαρκόλεμμα είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. sarcolemma (< σάρξ, σαρκός + λέμμα «φλοιός»)].