σαρδέλα

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434

Greek Monolingual

η, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία του ρεγγόμορφου ψαριού τών εύκρατων και θερμών θαλασσών Sardina pilchardus, της οικογένειας clupeidae, το οποίο αφθονεί στη Μεσόγειο και στις ελληνικές θάλασσες
2. μτφ. διακριτικό σιρίτι στρατιωτικού
3. φρ. «γίναμε [είμαστε ή στοιβαχτήκαμε] σαν σαρδέλες» — δηλώνει μεγάλο συνωστισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sardella. To ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι αλιευόταν στις ακτές της Σαρδηνίας (πρβλ. σάρδα, σαρδῖνος, σαρδίνη)].