σικυώνη
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
ἡ,=
A σίκυος 2, Hp.Steril.221. 2 cupping instrument, ib.222.
Greek (Liddell-Scott)
σῐκυώνη: καὶ -ία, ἡ, = σικύα, ἐν πάσῃ σημασίᾳ, Ἱππ. 423. 55., 424. 2, κτλ.· πρβλ. Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 154C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σικυωνία· κολοκύνθη».
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. πικραγγουριά
2. βεντούζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σικύα / σίκυος + επίθημα -ώνη (πρβλ. βρυ-ώνη)].