σίξις
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
εως, ἡ, (σίζω)
A hissing, such as is made by plunging hot metal in water, Arist.Mete.369b17.
Greek (Liddell-Scott)
σίξις: -εως, ἡ, (σίζω) ὁ συριστικὸς ἦχος ὃν παράγει θερμὸν μέταλλον ἐμβαπτόμενον εἰς τὸ ὕδωρ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2, 9, 16.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, Α σίζω
ο συριστικός ήχος που βγάζει καυτό μέταλλο όταν τοποθετηθεί στο νερό.