σικυήλατον

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐκῠήλᾰτον Medium diacritics: σικυήλατον Low diacritics: σικυήλατον Capitals: ΣΙΚΥΗΛΑΤΟΝ
Transliteration A: sikyḗlaton Transliteration B: sikyēlaton Transliteration C: sikyilaton Beta Code: sikuh/laton

English (LSJ)

τό,

   A cucumber-bed, Hp.Genit.9:—also σῐκῠ-ήρᾰτον, τό, PPetr.2p.143 (iii B.C.), PEnteux.73.5 (iii B.C.), LXX Is.1.8.

German (Pape)

[Seite 880] τό, Beet, auf dem Pfeben, Melonen, Gurken getrieben werden u. wachsen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σῐκυήλᾰτον: τό, μέρος κήπου κατάφυτον μὲ «ἀγγούρια», Ἱππ. 234. 44, Εὐστ. Πονημάτ. 275. 4· - σῐκυήρᾰτον, παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Α΄, 8), Ἐκκλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 86.

Greek Monolingual

και σικυήρατον και σικύρατον, τὸ, Α
τμήμα κήπου κατάφυτο με αγγουριές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + -ήλατος / -ήρατον (< ἐλαύνω «φυτεύω σε σειρές, σε πρασιές»), με εναλλαγή λ / ρ (πρβλ. κλῶμαξ / κρῶμαξ και αδελφός / αδερφός)].