σκεπή

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342

Greek Monolingual

η, Ν
1. κατασκεύασμα που καλύπτει το πάνω μέρος οικοδομήματος, η στέγη («ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα», Σεφέρης)
2. το επάνω μέρος αυτοκινήτου
3. καλύπτρα («και του λειψάνου η συνοδιά μαύρες σκεπές ντυμένη», Γρυπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκεπή έχει σχηματιστεί από το αρχ. σκέπη με καταβιβασμό του τόνου αναλογικά προς άλλα ζεύγη αρχ. λ., με διαφορά στον τονισμό (πρβλ. σκάφη: σκαφη, κάμπη: καμπή)].