σκαριφησμός

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰρῑφησμός Medium diacritics: σκαριφησμός Low diacritics: σκαριφησμός Capitals: ΣΚΑΡΙΦΗΣΜΟΣ
Transliteration A: skariphēsmós Transliteration B: skariphēsmos Transliteration C: skarifismos Beta Code: skarifhsmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A a scratching up, σκαριφησμοὶ λήρων petty quibbles, Ar.Ra.1497, ubi v. Sch.(1545), prob. cj. in Numen. ap. Eus.PE14.5 (for σκαρφηθμοῖς codd.); also σκαριφήματα, Sch.Ar.Nu.630, Phot. s.v. σκαλαθύρματα; σκᾰρῑφ-εύματα, Suid. s.v. σκαλαθυρμάτια; σκᾰρῑφ-ίσματα, Hsch. s.v. σκαλαθυρμάτια.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πιθ. γρφ. σκαριφηθμός και σκαρφηθμός, Α
ελαφρό και πρόχειρο σχεδίασμα ιχνογράφηση, σκίτσο
νεοελλ.
ιατρ. πρόκληση αμυχών ή νυγμών στο δέρμα, χωρίς να συνοδεύονται συνήθως από αιμορραγία, για εκτέλεση δερματικών δοκιμασιών και ορισμένων εμβολιασμών καθώς και για κοφτές βεντούζες
μσν.-αρχ.
1. ξύσιμο
2. (ρητορ.) επιπόλαιη, ανόητη έκφραση
3. φρ. «σκαριφησμοί λήρων» — φλυαρίες που παρουσιάζουν μικρά και ασήμαντα πράγματα ως μεγάλα και σπουδαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαριφῶμαι (από το θ. του αορ. σκαριφησ-) + κατάλ. -μός (πρβλ. ναυαγ-ησ-μός: ναυαγῶ, νουθετ-ησ-μός: νουθετῶ)].