σκηπτροβάμων

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηπτροβάμων Medium diacritics: σκηπτροβάμων Low diacritics: σκηπτροβάμων Capitals: ΣΚΗΠΤΡΟΒΑΜΩΝ
Transliteration A: skēptrobámōn Transliteration B: skēptrobamōn Transliteration C: skiptrovamon Beta Code: skhptroba/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος,

   A sitting on the sceptre, ὁ σ. αἰετός, κύων Διός S.Fr.884.

Greek Monolingual

και σκηπτοβάμων, -ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κάθεται πάνω σε σκήπτρο («ὁ σκηπτροβάμων αἰετός, κύων Διός», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆπτρον / σκῆπτον (βλ. λ. σκᾶπτον) + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων].