σιτιστής
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
οῦ, ὁ,=
A fartor, Gloss.
German (Pape)
[Seite 885] ὁ, = σιτευτής, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτιστής: -οῦ, ὁ, = σιτευτής, Φιλῆς π. Ζῴων ἰδιότ. 5. 96.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ σιτίζω
νεοελλ.
στρ. στρατιωτικός, σήμερα υπαξιωματικός, συνήθως λοχίας του λόχου, στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείρηση τών ειδών διατροφής, ένδυσης και υπόδησης της αντίστοιχης μονάδας
μσν.
ο σιτευτής.