σιτιστής

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτιστής Medium diacritics: σιτιστής Low diacritics: σιτιστής Capitals: ΣΙΤΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sitistḗs Transliteration B: sitistēs Transliteration C: sitistis Beta Code: sitisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,=

   A fartor, Gloss.

German (Pape)

[Seite 885] ὁ, = σιτευτής, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτιστής: -οῦ, ὁ, = σιτευτής, Φιλῆς π. Ζῴων ἰδιότ. 5. 96.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ σιτίζω
νεοελλ.
στρ. στρατιωτικός, σήμερα υπαξιωματικός, συνήθως λοχίας του λόχου, στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείρηση τών ειδών διατροφής, ένδυσης και υπόδησης της αντίστοιχης μονάδας
μσν.
ο σιτευτής.