σίσαρον
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
τό,
A parsnip, Pastinaca sativa, Epich.3, 27, Diocl.Fr.122, Sammelb.6801.23 (iii B.C.), Dsc.2.113, Sor.1.51.
German (Pape)
[Seite 884] τό, eine Pflanze mit eßbarer Wurzel, Rapunzel; Epicharm. bei Ath. III, 120 c; Diosc.; sium sisarum Linn., lat, siser.
Greek (Liddell-Scott)
σίσᾰρον: τό, φυτόν τι ἔχον ἐδώδιμον ῥίζαν, ἴσως τὸ παρὰ φυτολόγοις Sium sisarum, Λατιν. siser, Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 120C, Διοσκ. 2. 139.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ονομασία φυτού με εδώδιμη ρίζα, ίσως της παστινάκης ή παστινάκας ή του σίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα ονόματα φυτών ἄσαρον, ἀρίσαρον, σάρι, καθώς και με το λατ. siser που έχει την ίδια σημ. Η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί από σάρον «σκουπίδι» με διπλασιασμό σι- προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες].