σκλήθρο

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

Greek Monolingual

και σκίληθρο, το, και σκλήθρα, η, και σκλήθρος και σκλέθρος και σκλέδρος, ο, Ν
κοινή ονομασία του δένδρου Αlnus glutinosa, του γένους άλνος, που απαντά και στην Ελλάδα σε περιοχές με υγρό έδαφος, αλλ. κλήθρα ή μαύρο σκλήθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κλῆθρον, με προθετικό σ- (βλ. λ. κλήθρα)].