σκωψ

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

ο / σκώψ, -ωπός, ΝΑ
λόγια ονομασία είδους μικρής κουκουβάγιας, του κοινώς γνωστού σήμερα γκιόνη, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ονομάζεται Otus scops
αρχ.
1. είδος χορού κατά τον οποίο οι χορευτές μιμούνταν την γλαύκα
2. είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σκώψ (< σκωπ-ς), κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. σκέπτομαι με κατάλ. -ς (πρβλ. κλώψ, πτώξ). Το πτηνό αυτό πήρε το όνομά του από το επίμονο και διαπεραστικό βλέμμα και την παρατηρητικότητά του, γεγονός που οδήγησε ορισμένους μελετητές στη θεώρηση του ρ. σκώπτω ως παραγώγου του σκώψ. Σύμφωνα, όμως, με παλαιότερες απόψεις, η λ. σκώψ προήλθε από το ρ. σκώπτω.