σοδομίτης
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
Greek Monolingual
ο, Ν
σοδομιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοδομία + κατάλ. -ίτης].
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
ο, Ν
σοδομιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοδομία + κατάλ. -ίτης].