σκώπευμα

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκώπευμα Medium diacritics: σκώπευμα Low diacritics: σκώπευμα Capitals: ΣΚΩΠΕΥΜΑ
Transliteration A: skṓpeuma Transliteration B: skōpeuma Transliteration C: skopevma Beta Code: skw/peuma

English (LSJ)

ατος, τό,=

   A σκώψ 2, A.Fr.79.

German (Pape)

[Seite 909] τό, das in die Ferne Sehen, Lob. zu Phryn. p. 613. – Eine Art Tanz, Aesch. frg. 25. S. σκώψ.

Greek (Liddell-Scott)

σκώπευμα: τό, = σκώψ (2)· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 73, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 613. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σχῆμα τῆς χειρὸς πρὸς τὸ μέτωπον τιθεμένης, ὥσπερ ἀποσκοπούντων».

Greek Monolingual

τὸ, Α
χορός κατά τον οποίο γινόταν μίμηση της γλαύκας, αλλ. σκώψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώψ, σκωπός, μέσω αμάρτυρου ρ. σκωπεύω].