σμύρνιο

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

το / σμύρνιον, ΝΑ σμύρνα
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες ή σκιαδοφόρα της τάξης κορνώδη, με 8 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν 4, με γνωστότερο και σημαντικότερο το Smyrnium olusatrum, κν. γνωστό σήμερα ως αγριοσέλινο, αγριόσμερνο, μαυροσέλινο ή σμυρνιά, το οποίο καλλιεργούσαν ευρύτατα στο παρελθόν και χρησιμοποιούσαν ως σαλατικό ή αρτυματικό, προτού διαδοθεί στην Ευρώπη το σέλινο.