γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules
-η, -ο / σησαμάτος, -η, -ον, ΝΜΑπασπαλισμένος με σουσάμινεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το σουσαμάτογλύκισμα από σουσάμι και μέλι ή ζάχαρη, αλλ. παστέλι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι / σήσαμον + κατάλ. -άτος (πρβλ. καρυδ-άτος)].