ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Full diacritics: σταθμών | Medium diacritics: σταθμών | Low diacritics: σταθμών | Capitals: ΣΤΑΘΜΩΝ |
Transliteration A: stathmṓn | Transliteration B: stathmōn | Transliteration C: stathmon | Beta Code: staqmw/n |
όνος, ἡ,=
A σταθμός 11, Hsch.
[Seite 928] όνος, ὁ, = σταθμός, φλιά, Hesych.
σταθμών: -όνος, ἡ, = σταθμὸς ΙΙ, Ἡσύχ.
-όνος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σταθμός, φλιά».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμός + επίθημα -ών, -όνος].