στέγαση
From LSJ
Greek Monolingual
η /στέγασις -άσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στέγασσις και στέγαξις Α στεγάζω
κατασκευή στέγης, τοποθέτηση στέγης σε οικοδόμημα
νεοελλ.
εγκατάσταση σε σπίτι, προσωρινή ή μόνιμη, φιλοξενία ή απόκτηση κατοικίας.
η /στέγασις -άσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στέγασσις και στέγαξις Α στεγάζω
κατασκευή στέγης, τοποθέτηση στέγης σε οικοδόμημα
νεοελλ.
εγκατάσταση σε σπίτι, προσωρινή ή μόνιμη, φιλοξενία ή απόκτηση κατοικίας.