μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
-α, -ικο, Ν
1. αυτός που έχει τον λαιμό λοξό, με κλίση προς τα πλάγια
2. κοινή ονομασία του δρυοκολαπτόμορφου πτηνού Jynx torquilla.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο)- + -λαίμης (< λαιμός), πρβλ. μακρυ-λαίμης].