στραβοπάτημα
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Greek Monolingual
το, Ν στραβοπατώ
1. παραπάτημα, πάτημα κατά το οποίο δεν προσαρμόζεται το πέλμα κανονικά στο έδαφος
2. στράβωμα του παπουτσιού από αδέξιο βάδισμα
3. μτφ. σφάλμα, παρεκτροπή.