στιγματισμός

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

ο, Ν στιγματίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στιγματίζω, η δημιουργία στιγμάτων με έγκαυση ή με εγχάραξη
2. πρόκληση κηλίδων, δημιουργία λεκέδων
3. φυσ. ο χαρακτήρας ενός στιγματικού οπτικού συστήματος
4. ιατρ. η εμμετρωπία
5. εμφάνιση στιγμάτων στο δέρμα
6. (ειδικά) η δερματόστιξη ή δερματοστιξία, κν. τατουάζ
7. μτφ. ηθική μομφή, έντονη καταγγελία, δημόσια και δριμεία επίκριση.