στρηνύζω

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist

Menander, Monostichoi, 376
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρηνύζω Medium diacritics: στρηνύζω Low diacritics: στρηνύζω Capitals: ΣΤΡΗΝΥΖΩ
Transliteration A: strēnýzō Transliteration B: strēnyzō Transliteration C: strinyzo Beta Code: strhnu/zw

English (LSJ)

(στρηνής)

   A trumpet, of elephants, Juba 37 (corr. Schneider for στρυνύζω).

German (Pape)

[Seite 954] rauh und stark schreien, eigtl. von der Stimme des Elephanten, auch στρυνύζω geschrieben, Poll. 5, 88.

Greek (Liddell-Scott)

στρηνύζω: (στρηνής) ἠχῶ ὡς σάλπιγξ, φωνάζω τραχέως καὶ ἠχηρῶς, ἐπὶ τῶν ἐλεφάντων, Ἰόβας παρὰ Πολυδ. Ε´, 88 (μετὰ διαφόρ. γραφ. στρυνύζω).

Greek Monolingual

Α
(για τους ελέφαντες) ηχώ σαν σάλπιγγα, έχω τραχιά και ηχηρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρηνής «οξύς διαπεραστικός» πιθ. κατά τα κελαρύζω, ὀλολύζω.