στρατολογώ
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
στρατολογῶ, -έω, ΝΜΑ
συγκεντρώνω και κατατάσσω στρατευσίμους στον στρατό
νεοελλ.
μτφ. (συν. με αρνητική σημ.) προσελκύω συνεργάτες ή οπαδούς σε μια πολιτική ή κοινωνική οργάνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -λογώ (πρβλ. σταχυο-λογώ)].