στουρνάρι

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα
2. σκληρή και αιχμηρή πέτραχωράφι γεμάτο στουρνάρια και αγριόχορτα»)
3. άξεστος και αμόρφωτος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. στορυνάριον, υποκορ. του στορύνη «χειρουργικό εργαλείο»].