Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
και στύπωμα, το, Ν στουπώνω
1. το φράξιμο τρύπας με στουπί
2. το στουπί που χρησιμοποιείται για να βουλλώσει κάτι, το βύσμα
3. το να στουπώνει κανείς το χειρόγραφο, να τοποθετεί στυπόχαρτο για να απορροφηθεί το μελάνι.