στρόφιγγα
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
Greek Monolingual
η / στρόφιγξ, -ιγγος, ΝΑ, και, κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, στρόφιγξ, ὁ, Α
1. ο άξονας ή το σημείο όπου στρέφεται κάτι, στροφέας
2. πώμα σωλήνα υγρού, μοχλός που ρυθμίζει τη ροή υγρού, κάνουλα
3. στον πληθ. οι στρόφιγγες
μικροί μοχλοί που στρέφονται μέσα σε ακίνητη θήκη στο επάνω και κάτω τμήμα της θύρας, γίγγλυμοι, κν. μεντεσέδες
αρχ.
1. καθένας από τους σπονδύλους της σπονδυλικής στήλης, γιατί μοιάζουν με στρόφιγγες πάνω στις οποίες στηρίζεται και κινείται το σώμα και περιστρέφεται το κεφάλι
2. φρ. «στρόφιγξ γλώσσης»
μτφ. γλώσσα που κινείται με ευχέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στροφός ή στροφή + επίθημα -ιγξ, -ιγγος (πρβλ. φύσ-ιγξ)].