στρίβος

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source

German (Pape)

[Seite 954] ὁ, eine schwache, seine Stimme, ἡ λεπτὴ καὶ ὀξεῖα βοή, Schol. Ar. Ach. 999, wo es von dem Piepen eines Vogels λίκιγξ unterschieden wird; scheint mit στρίζω zusammenzuhängen.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αδύνατη, ασθενής αλλά και οξεία φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. με εκφραστικό επίθημα -βος (πρβλ. ὄτοβος, φλοίσβος)].