στρίβος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 954] ὁ, eine schwache, seine Stimme, ἡ λεπτὴ καὶ ὀξεῖα βοή, Schol. Ar. Ach. 999, wo es von dem Piepen eines Vogels λίκιγξ unterschieden wird; scheint mit στρίζω zusammenzuhängen.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αδύνατη, ασθενής αλλά και οξεία φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. με εκφραστικό επίθημα -βος (πρβλ. ὄτοβος, φλοίσβος)].